- θηρολέτης
- θηρολέτης, ό και θηλ. θηρολέτις (Α)1. αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, κυνηγός2. φρ. «ὄζος ὁ θηρολέτης» — το ρόπαλο τού Ηρακλέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + ολέτης (< όλλυμι «καταστρέφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρολέτης — slayer of beasts masc nom sg θηρολετέω destroy wild beasts imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρολέται — θηρολέτης slayer of beasts masc nom/voc pl θηρολέτᾱͅ , θηρολέτης slayer of beasts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρολετῶν — θηρολέτης slayer of beasts masc gen pl θηρολετέω destroy wild beasts pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρολέτην — θηρολέτης slayer of beasts masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρολέτας — θηρολέτᾱς , θηρολέτης slayer of beasts masc acc pl θηρολέτᾱς , θηρολέτης slayer of beasts masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
θηρολετήρ — θηρολετήρ, ό, θηλ. θηρολέτειρα (Μ) βλ. θηρολέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ολετήρ (< όλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
θηρολετώ — θηρολετῶ, έω (Μ) καταστρέφω θηρία, σκοτώνω άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρόλετος ή < θηρολέτης] … Dictionary of Greek
θηρολέτου — θηρόλετος masc/fem/neut gen sg θηρολέτης slayer of beasts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)